Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
Αδέλα — (Αστρον.). Μικρός αστεροειδής. Απέχει από τη Γη μια αστρονομική μονάδα και από τον Ήλιο 12,4 αστρονομικές μονάδες. Κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον Ήλιο σε 1.584 ημέρες. Το περιήλιό του είναι 332 εκατ. χλμ. και το αφήλιο 464 εκατ. χλμ. Η Α … Dictionary of Greek
Βαθίλδη — (Αστρον.). Αστεροειδής. Επισημάνθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1898. Όταν βρίσκεται στη μέση αντίθεση έχει αστρικό μέγεθος 12,5. Απέχει μία αστρονομική μονάδα από τη Γη και 9,0 αστρονομικές μονάδες από τον Ήλιο. Περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο σε 1.720… … Dictionary of Greek
Βαλεντίνη — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Οκτωβρίου. Απέχει μία αστρονομική μονάδα από τη Γη και 8,2 από τον Ήλιο και έχει αστρικό μέγεθος στη μέση αντίθεσή του 12,1 … Dictionary of Greek
Βάλι — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1913. Στη μέση αντίθεσή του, έχει αστρικό μέγεθος 13 και απέχει μια αστρονομική μονάδα από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek